- κουβερτούρα
- η1. κάλυμμα, περικάλυμμα, ιδίως βιβλίου2. είδος σοκολάτας που χρησιμοποιείται στα γλυκίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. couverture < λατ. coopertura, μτχ. τού λατ. ρ. cooperire «σκεπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβερτούρα — η περικάλυμμα βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
κουβερτούρισμα — το [κουβερτούρα] 1. πέρασμα βιβλίου στο κάλυμμά του 2. κόλλημα εξωφύλλου σε βιβλίο 3. απλή βιβλιοδέτηση τών βιβλίων … Dictionary of Greek
ντύμα — το, ατος 1. κάλυμμα, περικάλυμμα, κουβερτούρα: Πρέπει να βάλεις ντύματα στα βιβλία σου. 2. επένδυση, ρούχο: Και θ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή, θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα (Παλαμάς). 3. το δέρμα ορισμένων ζώων που κατά καιρούς αποβάλλεται:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)